Posts Tagged ‘Β’ΠΠ’

h1

Nicholas Stephen Alkemade (1923 – 1987)

6 Ιανουαρίου, 2009

nicholasalkemadeoc4

Η ιστορία αρχίζει στις 24 Μαρτίου 1944, όταν η 115 μοίρα της RAF πετούσε προς το Βερολίνο σε μια αποστολή βομβαρδισμού. Ένα από τα αεροπλάνα ήταν ένα Λάνκαστερ με όνομα «S for sugar», που μετέφερε 6 τόνους βομβών. Στο σύνολο, 300 βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα πετούσαν προς το Βερολίνο σε ύψος 6.000 μέτρων και ταχύτητα κοντά στα 400 km/h.

Η απογείωση και το ταξίδι πέρα από τη θάλασσα έγιναν χωρίς προβλήματα, αλλά προσεγγίζοντας τη γερμανική πόλη, το σκηνικό άλλαξε δραστικά. Τα πυκνά αντιεροπορικά πυρά και οι δέσμες των προβολέων εντοπισμού έκαναν τη νύχτα μέρα.

Στο εσωτερικό του «S for sugar», το πλήρωμα ήταν έτοιμο να πολεμήσει τους Γερμανούς.Ο Nicholas Alkemade ηλικίας 21 ετών είχε την ευθύνη να χειρισμού των ουριαίων πολυβόλων 7.7 χιλ. στην ουρά του αεροπλάνου.

Στριμωγμένος σε μια μικρή πλαστική καμπίνα, στην οποία δεν χωρούσε φορώντας αλεξίπτωτο και εκτεθειμένος στα εχθρικά πυρά (οι Γερμανοί πιλότοι πάντα άρχιζαν την επίθεση απο την ουρά) ο Alkemade είχε την χειρότερη θέση στο αεροπλάνο.

avro_lancaster_british_bomber_aircraft_ww2

Το Βερολίνο ήταν τώρα κάτω από τους. Καθένα από τα 300 βομβαρδιστικά αεροπλάνα άνοιξε τις θυρίδες βομβαρδισμού και στο Βερολίνο άρχισε να βρέχει βόμβες. Μετά από το βομβαρδισμό το «S for sugar» είχε ολοκληρώσει την αποστολή του, γυρίζοντας στη βάση του στην Αγγλία.

Αλλά ένα μοναχικό Γιούνκερς ju-88 που πετούσε στην περιοχή εντόπισε το Λάνκαστερ. Το γερμανικό αεροσκάφος κατάφερε αρκετά χτυπήματα στο Lancaster πριν ο Alkemade καταφέρει να το καταρρίψει. Ο νεαρός σμηνίας δεν πρόλαβε να πανηγυρίσει την κατάρριψη όταν άκουσε τη φωνή του πιλότου στ΄ ακουστικά του «μας χτύπησαν! πρέπει να πηδήξουμε! όλοι έξω!»

Κοιτάζοντας πίσω ο Alkemade είδε το αεροπλάνο στις φλόγες. Παρά τις αναταράξεις στην καμπίνα προσπάθησε να φθάσει στο αλεξίπτωτό του αλλά αυτό καιγόταν ήδη! Τι θα μπορούσε να κάνει;

Εν τω μεταξύ είδε πώς 6 απο τους συντρόφους του πηδούσαν ήδη, έτσι υπέθεσε ότι ήταν το τέλος του. Το αεροπλάνο άρχισε να πέφτει, και άρχισε να αισθάνεται τη θερμότητα της φωτιάς στο πρόσωπό του. Το μόνο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να πηδήξει. Τουλάχιστον δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο θάνατός του θα ήταν στιγμιαίος.

Έτσι πήδησε από το αεροπλάνο κοιτάζοντας προς τα αστέρια. Ο ίδιος είπε αργότερα:
«Είχα μια αίσθηση παρόμοια με το να είμαι σε ένα σύννεφο σε ένα πολύ άνετο στρώμα. Πραγματικά δεν ένιωθα ότι έπεφτα. Θυμήθηκα ότι έμενα ακριβώς ακόμη μια εβδομάδα για να πάρω την άδειά μου και ότι δεν θα ξανάβλεπα την φιλενάδα μου Pearl.»

O Alkemade δεν θυμάται περισσότερα. Έχασε τις αισθήσεις του λόγω της αλλαγής της πίεσης. Όταν ξύπνησε δεν είχε καμία αμφιβολία, ήταν στη μετά θάνατον ζωή.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον ουρανό πάλι. Ακόμη σε σύγχιση ένοιωσε να κρυώνει πολύ. Άγγιξε την επιφάνεια στην οποία βρισκόταν επάνω και κατάλαβε ότι ήταν χιόνι.

Κοίταξε το ρολόι και είδε ότι ήταν 3.10 το πρωί. Είχε επιζήσει; Κοίταξε γύρω και είδε τα ψηλά δέντρα.

Όταν συνήλθε πλήρως, προσπάθησε να ψάξει μια λογική αιτία σ’ αυτό που είχε συμβεί. Το μισό μέτρο χιόνι του είχε σώσει τη ζωή!
Εν πάση περιπτώσει σκέφτηκε ότι είχε πιθανώς ένα σπασμένο κόκκαλο. Προσπάθησε να κινηθεί και παρατήρησε ένα δυνατό πόνο στο γόνατό του. Είχε επίσης λίγα καψίματα και μερικές εκδορές απο την πτώση ανάμεσα στα δέντρα.

Είχε σωθεί αλλά τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. Η νύχτα ήταν κρύα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να φυσήξει τη σφυρίχτρα του ώστε να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν αφού δεν μπορούσε να κινηθεί.

Μερικές στιγμές αργότερα μια ομάδα οπλισμένων ανδρών εμφανίστηκε και τον βρήκε να καπνίζει ξαπλωμένος. Με νοήματα τους είπε ότι είχε πηδήσει από το αεροπλάνο του, αλλά οι Γερμανοί ζήτησαν το αλεξίπτωτό του. Είπε την αλήθεια, αλλά οι Γερμανοί σκέφτηκαν ότι ήταν κατάσκοπος. Όταν τον σήκωσαν όρθιο λιποθύμησε πάλι. Όταν ξύπνησε βρέθηκε σ’ ένα κρεβάτι σε ένα νοσοκομείο του Βερολίνου. Ο Alkemade είπε την αλήθεια στους γιατρούς αλλά αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν κατάσκοπος ή ότι είχε πάθει νευρικό κλονισμό απο το άλμα.

Μόλις ανέκαμψε,ο Βρετανός λοχίας στάλθηκε στο Dalag Luft, κοντά στη Φρανκφούρτη. Εκεί τον ανέκριναν και πάλι αλλά αυτός συνέχισε να τους λέει την αλήθεια. Οι κατάσκοποι εκτελούνταν.

Ο Alkemade κατάλαβε ότι η ζωή του ήταν σε κίνδυνο. Επρόκειτο να εκτελεστεί από τους Γερμανούς, αλλά πάλι η τύχη ήταν μαζί του. Το Λάνκαστερ βρέθηκε κοντά στο Βερολίνο. Εάν οι Γερμανοί ήθελαν να αποδείξουν την ιστορία του έπρεπε μόνο να πάνε και να ψάξουν το αλεξίπτωτο στην ουρά του αεροπλάνου αν και ήταν μάλλον απίθανο να ήταν ακόμα εκεί.Ο Alkemade επέμεινε στην ιστορία του ζητώντας απ’ τους Γερμανούς να ψάξουν για το αλεξίπτωτο στην ουρά του πεσμένου Lancaster αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ευτυχώς ο υπολοχαγός Hans Feidel αποφάσισε να πάει και να ψάξει στο πεσμένο αεροπλάνο.Προς μεγάλη του έκπληξή βρήκε μέρος του αλεξίπτωτου.

Ο Feidel γύρισε πίσω στο Dalag Luft και εκεί σύγκρινε τη ζώνη του αλεξίπτωτου με την εξάρτηση του Alkemade. Τα δύο τμήματα ταίριαζαν κι έτσι ο Alkemade ήταν τώρα ήρωας.
Οι συγκρατούμενοι του, κατανοώντας ότι η ιστορία του δύσκολα θα έπειθε τους ανώτερους του όταν θα επέστρεφε στην Αγγλία, εξέδωσαν το παρακάτω πιστοποιητικό:

Dalag Luft, 25η Απριλίου 1944.

Οι γερμανικές αρχές έχουν ερευνήσει και έχουν αποδείξει ότι οι δηλώσεις του βρετανικού λοχία Alkemade, 1.431.537 RAF, είναι αληθινές σε όλες τις πτυχές. Έκανε ένα άλμα 6.000 μέτρων χωρίς αλεξίπτωτο μετά από την κατάρριψη του αεροπλάνου του. Προσγειώθηκε στο χιόνι και υπέστη μόνο έναν τραυματισμό στο γόνατό του.

Η δήλωση υπογράφηκε από τον υπολοχαγό H.J Moore, τον λοχία R.R. Lamb και τοn λοχία T.A Jones .

Πηγή: Hechos insólitos de la Segunda Guerra Mundial,Jesús Hernández,Barcelona : Inédita Editores, 2005.

h1

Χίρο Ονόντα – ο στρατιώτης που δεν τα παρατούσε.

27 Δεκεμβρίου, 2008

onoda-young
Ο ανθυπολοχαγός Χίρο Ονόντα εκπαιδεύτηκε σαν αξιωματικός της αντικατασκοπείας στην σχολή Νακάνο και στις 26 Δεκεμβρίου 1944 στάλθηκε στο νησί Λούμπανγκ στις Φιλιππίνες. Οι διαταγές του ήταν να κάνει ότι μπορούσε για να απωθήσει τις εχθρικές επιθέσεις, ακόμα κι αν χρειαζόταν να καταστρέψει τον αεροδιάδρομο και την αποβάθρα του νησιού. Η παράδοση ή η αυτοκτονία απαγορεύονταν κατηγορηματικά.
Όταν αποβιβάστηκε στο νησί, ενσωματώθηκε σε μια ομάδα στρατιωτών που είχαν σταλεί εκεί νωρίτερα. Οι αξιωματικοί της ομάδας (ανώτεροι σε βαθμό από τον ίδιο), τον εμπόδισαν να φέρει σε πέρας την αποστολή του, κάτι που έκανε ευκολότερη την απελευθέρωση του νησιού από τις Αμερικανικές δυνάμεις κατά την απόβαση τους στις 28 Φεβρουαρίου 1945. Μέσα σε λίγο χρόνο από την απόβαση όλοι οι Ιάπωνες στρατιώτες είχαν είτε σκοτωθεί είτε παραδοθεί εκτός από τον Ονόντα (που είχε πρόσφατα προαχθεί σε υπολοχαγό) και τρείς στρατιώτες. Η μικρή ομάδα ξεκίνησε για του λόφους.
Ο Ονόντα συνέχισε την αποστολή του, αρχικά ζώντας στα βουνά μαζί με τους τρείς στρατιώτες (οπλίτη Γουϊτσι Ακάτσου, και δεκανείς Σιότσι Σιμάντα και Κινσίτσι Κοζούκα). Πρώτη φορά είδαν ένα φυλλάδιο που έλεγε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει ήταν τον Οκτώβριο του 1945. Ένα άλλο στοιχείο βρέθηκε όταν η ομάδα σκότωσε μια αγελάδα. Ένα σημείωμα που είχε γραφτεί από τους ντόπιους ιθαγενείς έγραφε: «Ο πόλεμος τελείωσε στις 15 Αυγούστου. Κατεβείτε από τα βουνά!». Η ομάδα δεν εμπιστεύτηκε το σημείωμα, μια που είχαν δεχθεί πυρά λίγες μέρες νωρίτερα. Κατέληξαν να συμπεράνουν ότι το σημείωμα ήταν προπαγάνδα των συμμάχων κι ότι αν ήταν αλήθεια δεν θα τους είχαν πυροβολήσει.
Προς το τέλος του 1945, γίνονταν ρίψεις φυλλαδίων από αέρος που έφεραν εντολή παράδοσης των Ιαπωνικών στρατευμάτων υπογεγραμμένη από τον στρατηγό Τομουγιούκι Γιαμασίτα. Κρυμμένοι ήδη ένα χρόνο και με μόνη ένδειξη για τη λήξη του πολέμου ένα φυλλάδιο, η ομάδα έλεγξε κάθε τυπωμένη λέξη στο χαρτί. Μια πρόταση τους φαινόταν ιδιαίτερα ύποπτη. Έλεγε πως όποιος παραδίνονταν θα λάμβανε «υγειονομική βοήθεια» και θα «προωθούταν» πίσω στην Ιαπωνία. Για ακόμη μια φορά κατέληξαν ότι ήταν απάτη των συμμάχων. Τον Σεπτέμβριο του 1949 ένας από την ομάδα-ο Ακάτσου-διέφυγε και μετά από 6 μήνες παραδόθηκε σε Φιλιππινέζικες δυνάμεις. Αυτή η κίνηση ενίσχυσε την καχυποψία των υπολοίπων και τους έκανε πιο προσεκτικούς στην απόκρυψη της θέσης τους.
Το 1952 αεροπλάνα έριξαν γράμματα και φωτογραφίες των μελών των οικογενειών πιέζοντας τους να παραδοθούν αλλά οι τρείς στρατιώτες πάλι δεν πείστηκαν. Ο Σιμάντα πυροβολήθηκε στο πόδι μετά από μια σύγκρουση με ντόπιους ψαράδες τον Ιούνιο του 1953. Ο Ονόντα τον περιέθαλψε μέχρι να γίνει καλά αλλά στις 7 Μαΐου του 1954 σκοτώθηκε από πυρά μιας ομάδας που είχε συγκροτηθεί για τον εντοπισμό τους. Ο Κοζούκα σκοτώθηκε από πυρά της τοπικής αστυνομίας τον Οκτώβριο του 1972 όταν αυτός και ο Ονόντα έβαλαν φωτιά σε σοδειά ρυζιού που είχε συγκεντρωθεί από τους αγρότες, πιστεύοντας πως έκαναν σαμποτάζ σε προμήθειες για τον εχθρό. Έτσι ο Ονόντα αν και επίσημα νεκρός από τον Δεκέμβριο του 1959 κινητοποίησε ακόμα ένα κύμα αποσπασμάτων για τον εντοπισμό του αν και κανένα δεν είχε επιτυχία.
Τον Σεπτέμβριο του 1974 ο Ονόντα συνάντησε ένα νεαρό τον Νόριο Σουζούκι που ταξίδευε σ’ όλο τον κόσμο κι είχε πει στους φίλους του ότι «θα ψάξω να βρώ τον υπολοχαγό Ονόντα, ένα πάντα και τον Απαίσιο Χιονάνθρωπο, μ’ αυτή τη σειρά». Οι δυο τους έγιναν φίλοι, αλλά ο Ονόντα συνέχισε να αρνείται να παραδοθεί, λέγοντας ότι περιμένει διαταγές από τον διοικητή του. Ο Σουζούκι επέστρεψε στην Ιαπωνία με φωτογραφίες του μαζί με τον Ονόντα σαν απόδειξη της επαφής τους και το 1974 η Ιαπωνική κυβέρνηση εντόπισε τον διοικητή του Ονόντα – ταγματάρχη Τανιγκούτσι – που στο μεταξύ είχε γίνει βιβλιοπώλης. Πέταξε για το Λουμπάνγκ και στις 9 Μαρτίου του 1974 ενημέρωσε τον Ονόντα για την ήττα της Ιαπωνίας στο Β’ΠΠ και τον διέταξε να παραδοθεί.
Ο υπολοχαγός Ονόντα βγήκε από την ζούγκλα 29 χρόνια μετά την λήξη του πολέμου και αποδέχθηκε την εντολή του διοικητή του φορώντας ακόμη τη στολή του και φέροντας το ξίφος του. Το τουφέκι του (Αρισάκα τύπου 99) ήταν σε λειτουργική κατάσταση, ενώ είχε απόθεμα από 500 σφαίρες και αρκετές χειροβομβίδες.

πηγή:http://en.wikipedia.org/wiki/Hiroo_Onoda