ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην παρακάτω εργασία θα επιχειρήσω να αναλύσω τις θρησκευτικές αντιθέσεις, τις οικονομικές ανακατατάξεις και τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, στην Γερμανία του 16ου αιώνα. Στο πρώτο μέρος θα αναφερθώ στα θρησκευτικά και στο δεύτερο στα οικονομικά αίτια που συνέβαλαν στην εμφάνιση της Μεταρρύθμισης. Στο τρίτο μέρος θα προσεγγίσω το θέμα της ιπποτικής και αγροτικής εξέγερσης.
1. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Η Προτεσταντική επανάσταση αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό εξέγερση εναντίον του νέου συστήματος πίστης, όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε στα σχολαστικά γραπτά του Πέτρου Λομβαρδού και του Αγίου Θωμά Ακινάτη του 12ου και 13ου αι. Σύμφωνα με αυτό οι πιστοί ήταν αναγκαίο να γίνουν κοινωνοί των Αγίων Μυστηρίων που ήταν απαραίτητα για τη μεταβίβαση της Θείας Χάρης στην ανθρωπότητα και μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μόνο τα μέλη του κλήρου, που είχαν το μονοπώλιο της συνεργασίας με το Θεό, κληροδοτημένο από τον Άγιο Πέτρο.
Ο Λούθηρος, απέρριπτε κατηγορηματικά την πεποίθηση ότι η διαμεσολάβηση μεταξύ Θεού και πιστών θα έπρεπε να πραγματοποιείται μέσω της Εκκλησίας, αφού η αληθινή της ύπαρξη βρισκόταν στις καρδιές των πιστών της μελών. Η διχοτόμηση μεταξύ κληρικών-λαϊκών, παπών, επισκόπων και μοναχών, αποτελούσε μια παπική απάτη και υποκρισία και ο πιστός όφειλε να απαλλαγεί από τα δεσμά της θρησκευτικής ζωής που του απέβαλλαν και ελεύθερος πια να αποδεχθεί το ευαγγελικό μήνυμα εκούσια. Καμιά ανθρώπινη προσπάθεια, κανένα αγαθό έργο δεν μπορούσε να αντικαταστήσει την αληθινή πίστη «εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ ενώπιον αυτού» . Μόνο με την πίστη, μόνο με την χάρη του Θεού, μόνο με τις Γραφές (Sola fide, sola gratia, sola Scriptura), θα μπορούσε να σωθεί ο πιστός.
Ο Λούθηρος ήταν γιος μεταλλωρύχου από τη Σαξονία και ιδιοκτήτη ορυχείου στην κεντρική Γερμανία. Το 1505 κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας ορκίστηκε στην Αγία Άννα (μητέρα της Παναγίας), να γίνει μοναχός αν καταφέρει να επιζήσει. Έτσι, έγινε μοναχός σε μοναστήρι των Αυγουστίνων και στράφηκε στις θεολογικές σπουδές αποκτώντας διδακτορικό τίτλο στη θεολογία, ενώ στη συνέχεια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης το 1512. Ανέτρεψε τις βασικές θεολογικές αξιώσεις μιας χιλιετίας, αμφισβητώντας τη δικαιωματική εξουσία της εκκλησίας στον εσωτερικό και εξωτερικό δημόσιο χώρο καθώς και τον ρόλο που είχε στη σωτήρια διδασκαλία ή Θεία Χάρη και η ανθρώπινη προσπάθεια.
Το κίνημα του Λούθηρου ήταν κυρίως μια εξέγερση εναντίων των υλικών και ηθικών παρεκτροπών της Καθολικής Εκκλησίας. Μεγάλο μέρος του κλήρου διέθετε ελάχιστη μόρφωση και έχοντας αποκτήσει τη θέση τους με αθέμιτα μέσα, ήταν ανίκανοι να κατανοήσουν τα λατινικά της εκκλησιαστικής λειτουργίας που διεξήγαγαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους. Πάπες και επίσκοποι ζούσαν με πριγκηπική μεγαλοπρέπεια, ενώ κατώτεροι κληρικοί λειτουργούσαν ταβέρνες, λέσχες τυχερών παιχνιδιών και άλλες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις στις ενορίες τους. Για να μειώσουν το χρόνο τους στο Καθαρτήριο ή για να γλιτώσουν την κόλαση, οι χριστιανοί απευθύνονταν στην Παναγία ή τους αγίους ως μεσολαβητές, πραγματοποιούσαν ευσεβείς πράξεις (προσκυνήματα, δωρεές, προσευχές για τους φτωχούς), έφεραν μετάλλια με αγίους ή αγόραζαν συγχωροχάρτια, ολισθαίνοντας από τη θρησκευτική πρακτική προς τη δεισιδαιμονία, χωρίς όμως να ελαττώνουν την αγωνία τους.
Δεν υπήρξε άλλο κίνημα θρησκευτικής διαμαρτυρίας και μεταρρύθμισης από την αρχαιότητα με τέτοιας εμβέλειας και διάρκειας αποτελέσματα, που να άσκησε τόσο σοβαρή κριτική, τόσο καταστροφικό για ότι κατάργησε και τόσο γόνιμο σε ότι δημιούργησε.
Ο Λούθηρος χωρίς να υποψιάζεται ότι θα έθιγε τον Πάπα εγκαινιάζοντας έναν αγώνα που θα συγκλόνιζε όλη την Ευρώπη, θυροκόλλησε στον παλατιανό ναό της Βιτεμβέργης (τακτική που χρησιμοποιούσε το πανεπιστήμιο για τις ανακοινώσεις και τα προγράμματα του), 95 θέσεις, ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στις πρακτικές της παπικής εκκλησίας, με το σκοπό να προκαλέσει μια θεολογική συζήτηση μεταξύ λογίων γύρω από τα συγχωροχάρτια. Για αυτό γράφτηκαν στα λατινικά υπό τον τίτλο «Συζήτηση με σκοπό τη διευκρίνιση της ισχύος των αφετηρίων γραμμάτων» (Disputario pro declaration virtutis indulgentiarium) Αντί αυτού, οι θέσεις του άρχισαν να κυκλοφορούν μεταφρασμένες στα γερμανικά, σαν επαναστατικά φυλλάδια σε όλη τη χώρα και έγιναν εγερτήριο σάλπισμα σε μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Κάθε βαπτισμένος χριστιανός, τόνιζε ο Λούθηρος, είναι και ιερέας αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, σαν να τον είχαν χειροτονήσει όλοι οι πάπες και όλοι οι δεσπότες της Ρώμης. Καθένας όμως έπρεπε να παλέψει μόνος για τον εαυτό του με τις αγωνίες του θανάτου, καθώς κανείς δεν μπορεί να πεθάνει στη θέση του. Κάθε ψυχή, στέκεται γυμνή μπροστά στο δημιουργό της.
Ο Λούθηρος οργάνωσε την εκκλησία των διαμαρτυρόμενων, τη λουθηρανική, μετά το 1528. Επέβαλε τη χρήση των γερμανικών στη λειτουργία, κατάργησε το μοναχισμό και την αγαμία των κληρικών, αναγνώρισε ως Μυστήρια μόνο το Βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία, αρνήθηκε την αναγκαιότητα της νηστείας, των προσκυνημάτων, των εικόνων και της καθαγίασης κειμηλίων και αναβάθμισε την αξία των Γραφών ως πηγών της χριστιανικής πίστης.
Το κήρυγμα του Λούθηρου βρήκε απήχηση στη γερμανόφωνη Ελβετία, θύμα κι αυτή της παπικής διαφθοράς. Πατέρας του προτεσταντισμού στην Ελβετία υπήρξε ο κληρικός και διανοούμενος Ζβίγγλιος, που με κέντρο τη Ζυρίχη, υιοθέτησε σχεδόν στο σύνολο το λουθηρανικό δόγμα, εκτός από τη Θεία Ευχαριστία και προσηλύτισε στον προτεσταντισμό το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας.
2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ
Την περίοδο που ο Λούθηρος δίδασκε στην Βιτεμβέργη, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβέρτος της Μαγεντίας (Μάιντς)-στην αρχιεπισκοπή του οποίου υπαγόταν η Βιτεμβέργη- προσπάθησε να χριστεί παράλληλα επίσκοπος και σε άλλες περιοχές (κάτι που απαιτούσε ειδική άδεια από τον πάπα Λέοντα Ι΄. Για να την εξασφαλίσει αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από τους Φούγκερ (γερμανοί τραπεζίτες από το Άουκσμπουργκ). Εκείνη την εποχή ο πάπας Λέων (Τζοβάνι ντι Λορέντσο ντε Μέντιτσι), είχε αναθέσει στον Μιχαήλ Άγγελο την ανέγερση στη Ρώμη μια σειράς από οικογενειακά παρεκκλήσια και μαυσωλεία και συνέχιζε την οικοδόμηση της βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Για να ανταποκριθεί στα έξοδα ενέκρινε την πώληση συχωροχαρτιών, παραχωρώντας στον Αλβέρτο μέρος από τα κέρδη, για την αποπληρωμή των Φούγκερ. Ο Αλβέρτος, ανέθεσε στον δομινικανό μοναχό Γιόχαν Τέτσελ την πώληση των συχωροχαρτιών, προωθώντας τα ως εχέγγυο άφεσης αμαρτιών ή αναστολής της τιμωρίας στο Καθαρτήριο για ζώντες και νεκρούς, με τεράστια επιτυχία.
Η παπική φορολογία απομυζούσε τις βόρειες χώρες πλουτίζοντας την Ιταλία, σαν την επιβολή φόρου σε κάποιον ξένο ηγεμόνα. Τις παραμονές της Προτεσταντικής Επανάστασης είχε προσλάβει πια πολύπλοκη ποικιλία εξοργιστικών μορφών με κυριότερη τη δεκάτη. Αυτή υποτίθεται ότι συνιστούσε την εισφορά του ενός δεκάτου του εισοδήματος κάθε χριστιανού για την ενίσχυση της εκκλησίας στην ενορία του. Άλλες εισφορές προς το παπικό χρηματοκιβώτιο αποτελούσαν οι απαλλαγές (για νηστείες, γάμους μεταξύ εξαδέλφων κλπ.), εφέσεις κατά των δικαστικών αποφάσεων και συχωροχάρτια. Κάθε επίσκοπος ή ιερέας υποχρεώνονταν επίσης να πληρώσει από το εισόδημα του πρώτου χρόνου στο νέο του λειτούργημα μια ετήσια προμήθεια, η οποία φυσικά ανέκυπτε μέσα από την υπερφορολόγηση του ποιμνίου τους. Υπολογίζεται ότι ο Λέων Ι΄ εισέπραττε από την πώληση περίπου δύο χιλιάδων εκκλησιαστικών αξιωμάτων περίπου ένα εκατομμύριο σημερινά δολάρια το χρόνο. Οι πλειοδότες αυτών των θέσεων έμπαιναν στον πειρασμό να αποσβέσουν την επένδυση τους επιβάλλοντας υψηλές αμοιβές για τις υπηρεσίες του.
Οι κοσμικοί ηγεμόνες δυσφορούσαν από τους θρησκευτικούς περιορισμούς της φορολογίας. Οι βασιλιάδες είχαν άμεση ανάγκη επιβολής περισσότερων φόρων ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν μεγαλύτερους στρατούς και στόλους. Αφού ο καθολικός νόμος απαγόρευε την επιβολή φορολογίας στην εκκλησιαστική περιουσία η εξαίρεση της, σήμαινε αυτόματα την μεγαλύτερη επιβάρυνση σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες, ιδιαίτερα τους τραπεζίτες και τους εμπόρους.
Στην πορεία της ιστορίας της η Εκκλησία μέσα από δωρεές, κληροδοτήματα, ατέλειες και πολέμους, είχε καταστεί ο συντριπτικά μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της δυτικής Ευρώπης και μια απέραντη οικονομική αυτοκρατορία. Η κατάρρευση της φεουδαλικής οικονομίας απειλούσε τους κατώτερους γερμανούς ευγενείς, πολλοί από τους οποίους κοίταζαν με βουλιμία τα κτήματα της Εκκλησίας.
Η σύγκρουση των φιλοδοξιών της νέας εμπορικής τάξης ενάντια στα μεσαιωνικά ασκητικά ιδεώδη, αποτέλεσε άλλο ένα σημαντικό οικονομικό αίτιο της Προτεσταντικής Επανάστασης. Οι μεσαιωνικοί σχολαστικοί φιλόσοφοι χαρακτήριζαν ως ανήθικη την επιχειρηματική δραστηριότητα με σκοπό το μεγάλο κέρδος και καταδίκαζαν ανταγωνιστικές εμπορικές πρακτικές καθώς και τον δανεισμό με τόκο. Έμποροι και βιοτέχνες απαιτούσαν κέρδη και δεν κατανοούσαν την εμπλοκή της εκκλησίας που έβαζε όριο στα εισοδήματα τους.
Οι διαμάχες των θεολόγων λίγο ενδιέφεραν τους ηγεμόνες και τους ευγενείς. Η ρήξη με τη Ρώμη ενίσχυε την εξουσία τους και συγχρόνως έθετε τέλος στην εξαγωγή χρημάτων από τη χώρα τους, ενώ τους έδινε την δυνατότητα να οικειοποιηθούν την εκκλησιαστική περιουσία. Οι θεολόγοι της Μεταρρύθμισης εξασφάλιζαν τα δικαιώματα των ευγενών.
3. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ
Σαν πολιτικό κίνημα η Προτεσταντική Επανάσταση ήταν κυρίως αποτέλεσμα της ανόδου των απόλυτων μοναρχιών και της ανάπτυξης εθνικής συνείδησης στη βόρεια Ευρώπη. Πολλοί λαοί έξω από την Ιταλία αν και απείχαν πολύ από το να χαρακτηριστούν εθνικιστές, δεν ενέκριναν την ανάμιξη ενός ξένου -του πάπα- στις εθνικές τους υποθέσεις. Οι αξιώσεις των ηγεμόνων για απόλυτη εξουσία οδηγούσαν αναπόφευκτα στην σύγκρουση με τη Ρώμη.
Καθώς η Γερμανία δεν είχε έναν ισχυρό βασιλιά που θα υπεράσπιζε τα συμφέροντα της απέναντι στον παπισμό, υπήρξε θύμα της διαφθοράς των καθολικών σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλες χώρες. Οι ενενηνταπέντε θέσεις του Λούθηρου εξέφραζαν τα συναισθήματα ολόκληρου του γερμανικού έθνους και ο Λούθηρος χαιρετίστηκε σαν θεόσταλτος ηγέτης που θα γκρέμιζε τον υποκριτικό και αλαζονικό κλήρο από την εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις λαϊκές εικονογραφήσεις της εποχής συχνά εμφανίζεται σαν αρματωμένος σιδερόφρακτος πολεμιστής.
Το 1522-23 ξέσπασε η άγρια εξέγερση των ιπποτών στη Γερμανία. Οι κατώτεροι ευγενείς, των οποίων η θέση υπονομευόταν από την πορεία προς την καπιταλιστική οικονομία και τους μεγαλοκτηματίες, έβλεπαν ως κύρια αιτία της εξαθλίωσης τους τη συγκέντρωση της έγγειας ιδιοκτησίας στα χέρια της Εκκλησίας και των ισχυρότερων ευγενών. Ονειρευόντουσαν μια ενωμένη Γερμανία, ελεύθερη από τους φιλοχρήματους κληρικούς και μεγαλοκτηματίες. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο Χούττεν (Ulrich von Hutten), πρώην ουμανιστής και φανατικός οπαδός του Λούθηρου και ο διαβόητος λήσταρχος και τυχοδιώκτης ιππότης Σίκιγγεν (Franz von Sickingen), που βρήκαν στη λουθηρανή διδασκαλία ένα εξαιρετικό πρόγραμμα πολέμου για την ελευθερία των γερμανών.
Το 1524-25 ξέσπασε ο πολύ βιαιότερος ξεσηκωμός των κατώτερων τάξεων. Αγρότες αλλά και φτωχοί εργάτες των πόλεων εμπνεύστηκαν από τον θρησκευτικό ριζοσπαστισμό του Λούθηρου και εξεγέρθηκαν ενάντια στη συγκέντρωση της γης σε λίγους ιδιοκτήτες αλλά και στο αυξανόμενο κόστος ζωής. Καθώς το φεουδαλικό καθεστώς είχε εξαλειφθεί, διαλύθηκε και η πατερναλιστική σχέση μεταξύ φεουδάρχη και δουλοπάροικου. Με μοναδική υποχρέωση των ανώτερων τάξεων την καταβολή του ημερομισθίου, οι αγρότες έμεναν εκτεθειμένοι σε περιπτώσεις αρρώστιας ή ανεργίας. Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στις πυκνοκατοικημένες περιοχές είχε οδηγήσει στη γένεση ενός ευρέως αγροτικού στρώματος στα χωριά που στηριζόταν στη συμπληρωματική εργασία και για την επιβίωση των οποίων ήταν απαραίτητη η πρόσβαση στις κοινοτικές γαίες. Επίσης, η αναβίωση του ρωμαϊκού δικαίου, είχε ενισχύσει τα δικαιώματα της κρατικής εξουσίας και της ιδιοκτησίας, αλλά και την προάσπιση των συμφερόντων των πλουσίων. Τέλος η άνοδος των τιμών στα ενοίκια της γης και η κατάργηση των παλιών προνομίων συλλογής καυσόξυλων, αλιείας και βοσκής στις κοινοτικές γαίες αποτέλεσαν αποσταθεροποιητικό παράγοντα.
Το Θείο Δίκαιο που επικαλούνταν συχνά οι κήρυκες της Μεταρρύθμισης διαδίδοντας τις μαρτυρίες του ευαγγελίου, προσέδωσε μια νέα νομιμότητα στη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια των αγροτών, δίνοντας το έναυσμα για την εξέγερση. Η εξέγερση των αγροτών ξεκίνησε από τη νότια Γερμανία το καλοκαίρι του 1524 και εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος της χώρας, αρχικά με τη μορφή απεργίας. Οι στασιαστές συνέτασσαν υπομνήματα και προσπαθούσαν να πείσουν τους αφέντες για το δίκαιο των αιτημάτων τους ειρηνικά. Μετά από λίγους μήνες όμως και κάτω από την καθοδήγηση ριζοσπαστών ηγετών όπως ο Μίντσερ (Thomas Munzer), οι αγρότες άρχισαν λεηλασίες και πυρπολήσεις πύργων και μοναστηριών αλλά και δολοφονίες μερικών από τους πλέον μισητούς τους αντιπάλους.
Αυτό που ξεκίνησε σαν μια διαμαρτυρία κατά της απαγόρευσης της αλιείας σε ένα ρέμα, γρήγορα εξελίχθηκε στη μαζικότερη εξέγερση στην Ευρώπη πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Η ένωση αυτών των αγροτών εξέδωσε τον Μάρτιο του 1525 τα «Δώδεκα άρθρα του Μέμινγκεν», μια διακήρυξη που απαιτούσε την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την απελευθέρωση του κυνηγιού και της αλιείας, την μείωση των φόρων και αγγαρειών και το δικαίωμα της κάθε κοινότητας να προσλαμβάνει και να απολύει πάστορες. Το σημαντικότερο άρθρο του κειμένου ήταν η διακήρυξη πως κάθε πρακτική που δεν ήταν συμβατή με τα ευαγγέλια απορρίπτονταν, συνδέοντας το θείο νόμο με την κοινωνική δικαιοσύνη. Τα αιτήματα της διακήρυξης συνδυάστηκαν με στρατιωτική πίεση, με τις στρατιές των αγροτών να πυρπολούν αβαεία, κάστρα, σπίτια ευγενών και να πολιορκούν κάποιες πόλεις, ενώ σε άλλες πόλεις οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν απαιτώντας θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις και πολιτικά δικαιώματα.
Το λαϊκό κίνημα κατεστάλη μέσα σε μια θάλασσα αίματος. 130.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν με τις ευλογίες του Λούθηρου, αφού οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν από τα στρατεύματα των τοπικών ηγεμόνων το καλοκαίρι του 1525 σε πολλές μάχες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα όρια της εξουσίας, κοσμικής ή εκκλησιαστικής ξεπέρασαν κάποια όρια στις παραπάνω περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την έμπρακτη αντίθεση εναντίον τους. Η επιτυχία σε κάθε περίπτωση, χαρακτηρίστηκε από το πόσο εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα ή όχι αυτή η αντίθεση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκότσης, Γ. «Βυζαντινός και Δυτικός Κόσμος», τόμος Γ΄ (Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση), ΕΑΠ, Πάτρα, 2001.
Ράπτης, Κ. «Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα», ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Burns, E.M. «Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο Δυτικός Πολιτισμός: Οι Νεώτεροι Χρόνοι», επιμέλεια.-εισαγωγή Ι. Σ. Κολιόπουλος, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006.
Werner Rosener, «Οι αγρότες στην Ευρώπη», μτφρ. Ιωάννης Δημητρούκας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», τ. 3 (Από τον Λούθηρο ώς τον Μπαχ), Αθήνα 1976.
Bernstein, S., Milza, P., «Ιστορία της Ευρώπης» τ.3, (Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
Wiesner-Hanks, M., «Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη 1450-1789», Ξιφαράς, Αθήνα, 2008.
Rocker, R., «Εθνικισμός και Πολιτισμός», Άρδην, Αθήνα, 1998.
Chamberlin E.R., «Η Καθημερινή Ζωή στην Αναγέννηση», Παπαδήμας, Αθήνα 1995
1. Burns 2006:177-178
2. Γκότσης 2001:75
3. Προς Γαλάτες 2:16
4. Wiesner-Hanks 2008:178
5. ο.π.:178
6. Γκότσης 2001:176
7. Burns 2006:171-172
8. Bernstein-Milza 1997:326
9. Cameron 1991:12
10. Κανελλόπουλος 1976:42-43
11. ο.π.:50-51
12. Ράπτης 1999:149
13. ο.π.:150
14. Wiesner-Hanks 2008:178-179
15. Burns 2006:183-184
16. ο.π.:173
17. ο.π.:182-183
18. ο.π.:182-183
19. Burns 2006:184-185
20. Rocker 1998:215-217
21. Burns 2006:181
22. ο.π.:187
23. ο.π.:190
24. ο.π.:193
25. Burns 2006:194
26. Rosener 1999:184
27. Burns 2006:194
28. Rosener 1999:185
29. Burns 2006:194-195
30. Wiesner-Hanks 2008:189
31. ο.π.:190
32. Rocker 1998:219 & Chamberlin 1995:207
33. Rosener 1999:189