ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σε αυτή την εργασία θα προσπαθήσω να περιγράψω την ελληνική κοινωνικο-πολιτική εμπειρία από το 1974 μέχρι σήμερα, αναζητώντας τους λόγους της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που βιώνει η χώρα. Στο πρώτο μέρος θα κάνω μια ιστορική αναδρομή στα δομικά στοιχεία της κρίσης, ενώ στα δύο επόμενα θα προσπαθήσω να εντοπίσω τις λανθάνουσες σχέσεις μεταξύ κοινωνίας και κράτους.
Στο τέταρτο μέρος θα επιχειρήσω μια αναδρομή στα είδη της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και στο πέμπτο θα αναζητήσω την ευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος. Κλείνοντας θα αναφερθώ στο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Στην Ελλάδα το Δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα δεν προέκυψε μέσα από κοινωνικούς αγώνες αλλά επιβλήθηκε από διάφορες τοπικές ελίτ επάνω στις υπόλοιπες. Η δημοκρατία κατέστη περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική και στηρίχθηκε στην αναπαραγωγή των πελατειακών σχέσεων. Η αγορά, η πόλη και το κράτος αναπτύχθηκαν πριν την επικράτηση του βιομηχανικού καπιταλισμού. (Αλεξάκης 2008:95-96) Η απουσία προλεταριάτου λόγω της μικρής εκβιομηχάνισης δημιούργησε μια ταξική ασάφεια στο νεοσύστατο κράτος, ενώ η απουσία ταξικών συγκρούσεων σήμανε την απουσία δομής ή παράδοσης μέσω της οποίας θα μπορούσαν να εκπροσωπηθούν τα κοινωνικά συμφέροντα. (Τριανταφυλλίδου et al 2013:33) Τα αστικά πολιτικά δικαιώματα υφίστανται αλλά λειτουργούν περιθωριακά. Η δημοκρατία επιβλήθηκε σαν τυπικό πολιτικό δικαίωμα, ενώ η κοινωνική θέση του πολίτη ήτα συνυφασμένη με τον ρόλο του στα δίκτυα των πελατειακών σχέσεων. (Αλεξάκης 2008:97)
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα ενεπλάκη στον λεγόμενο τρίτο γύρο του εμφυλίου πολέμου χάνοντας την ευκαιρία της ειρηνικής ανάπτυξης που ακολούθησε όλη η υπόλοιπη Ευρώπη, με συνέπειες πολύ μεγαλύτερες από την γερμανική κατοχή. Η επαναφορά του θεσμού της μοναρχίας με το δημοψήφισμα του 1946 υπήρξε αποτέλεσμα της συνδυασμένης τρομοκρατίας του πληθυσμού και νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος, τα οποία επέβαλλαν τα φιλοβασιλικά δεξιά κόμματα που κυβερνούσαν τη χώρα μετά την απελευθέρωση. Ο Βασιλιάς και ο στρατός αποτέλεσαν τους πυλώνες εξουσίας του μεταπολεμικού πολιτικού συστήματος ενώ η κυβέρνηση και τα κόμματα είχαν περιορισμένη επιρροή.
Ο διχασμός της κοινωνίας σε «εθνικόφρονες» και «κομμουνιστοσυμμορίτες» αντικατέστησε τον προπολεμικό μεταξύ βενιζελικών και φιλομοναρχικών. Οι κομμουνιστές και οι «συν αυτώ» ανακηρύχθηκαν σε εχθρούς του καθεστώτος και αποκλείστηκαν από την πολιτική και κοινωνική συμμετοχή, μέσα από τα άρθρα του «παρασυντάγματος» του 1952.
Οι δεξιές συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις διαμόρφωσαν κατά το δοκούν μια λαϊκή πλειοψηφία προς όφελος τους αρχικά μέσα από διαφορετικούς κάθε φορά εκλογικούς νόμους και στη συνέχεια με εκλογικές νοθείες και απάτες, αλλά και με τον εκφοβισμό του πληθυσμού, μέσα από παρακρατικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις που δρούσαν χρηματοδοτούμενες από το κράτος. Την πολιτική κουλτούρα της περιόδου χαρακτήρισε ο «παλαιοκομματισμός» που βασίστηκε στις σχέσεις πάτρωνα/πολιτικού και πελάτη/ψηφοφόρου, τη βουλευτοκρατία, την οικογενειοκρατία και το ρουσφέτι. Αυτές οι πρακτικές πολλαπλασίαζαν και διαιώνιζαν τις πελατειακές σχέσεις και διαμόρφωσαν την παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα. (Αλεξάκης 2008:99-103)
Εν ολίγοις, το καθεστώς που κυβέρνησε τη χώρα από το 1945 μέχρι το 1967 ήταν μια «αστυνομευόμενη» δημοκρατία ή ένας κρατικός αυταρχισμός, με κοινοβουλευτικό προσωπείο. Στηριζόταν στον Θρόνο, τον Στρατό και τη Δεξιά με την αρωγή παρακρατικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων τρομοκρατικού τύπου. Ο λαός διαιρέθηκε σε πολίτες Α΄ και Β΄ κατηγορίας μέσα από την ιδεολογία του αντικομουνισμού, αποκλείοντας την Αριστερά από την πολιτική διαδικασία.
Η προσπάθεια που έγινε από την Ένωση Κέντρου του Γ. Παπανδρέου από το 1961 έως το 1967 για την ανάρρηση στην εξουσία των εκσυγχρονιστικών τάσεων του Κέντρου, ανακόπηκε μόλις ανέκτησε υπολογίσιμη δυναμική με το πραξικόπημα του 1967. Μετά την παράδοση της εξουσίας από τους συνταγματάρχες στον Κ. Καραμανλή το 1974, θεσμοθετήθηκαν οι λειτουργίες ενός ανοιχτού δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο Στρατός περιορίστηκε στα στρατιωτικά του καθήκοντα, το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε και η Μοναρχία καταργήθηκε.
Η Νέα Δημοκρατία που συνέχισε την συντηρητική παράδοση της ΕΡΕ βασιζόταν στην προσωπικότητα και τις ικανότητες του ηγέτη και ιδρυτή της, χωρίς ιδιαίτερες επιδόσεις σε ιδεολογικά και οργανωτικά θέματα. Αν και η μεγαλύτερη πρόκληση για το μεταπολιτευτικό καθεστώς ήταν η διαμόρφωση ενός σύγχρονου πολιτικού συστήματος, αποτέλεσε μια «πρωθυπουργική δημοκρατία» στην οποία οι πιο σημαντικές λειτουργίες ασκούνταν από τον πρωθυπουργό. (Αλεξάκης 2008:103-107)
Το ΠΑΣΟΚ που ιδρύθηκε το 1974 και αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση με τις εκλογές του 1977, υιοθέτησε μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα σοσιαλιστική ιδεολογία, με κύρια συνθήματα την κοινωνική αλλαγή και την ρήξη με τον παλαιοκομματισμό. Δημιούργησε, ανέπτυξε και στηρίχθηκε σε μια ευρεία οργάνωση βάσης που μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν μέχρι τότε, κερδίζοντας δύο τετραετίες στην εξουσία. Βάση και αρχηγός (τουλάχιστον επί των ημερών του Α. Παπανδρέου) αλληλοσυμπληρώνονταν οργανικά. Επί των ημερών του καλλιεργήθηκε η αποκαλούμενη κομματικά κατευθυνόμενη πατρωνία (bureaucratic clientism), καθιστώντας τον κομματικό μηχανισμό σαν κύριο πάτρωνα νομής των εξουσιών και των διορισμών στο δημόσιο, των οπαδών του κόμματος. (Αλεξάκης 2008:108-109)
Πολιτικοί και δημοσιουπαλληλία, λειτούργησαν μέσα από ένα προφανώς ιδιοτελή και αντιπαραγωγικό σφιχτό εναγκαλισμό μέσω των πελατειακών σχέσεων. Οι «μετακλητοί» υπάλληλοι που στελέχωσαν τα υπουργικά γραφεία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, κολόβωσαν την υπηρεσιακή ιεραρχία και περιθωριοποίησαν μια δημόσια διοίκηση που ήδη υπολείπονταν σε εκσυγχρονισμό. Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας αντί για καθήκοντα και ευθύνες μοιράστηκε οικονομικές και κοινωνικές απολαβές μέσα από τον υπερ-κομματικοποιημένο συνδικαλισμό που αν δεν εγκαθίδρυσαν, τουλάχιστον ενθάρρυναν οι ίδιες κυβερνήσεις. (Παναγιωτόπουλος 2012:20)
Η απουσία αυτόνομων ισχυρών ενδιάμεσων στρωμάτων μεταξύ των πολιτικών ελίτ και του λαού, δημιούργησε μια αμφίρροπη σχέση μεταξύ των δύο, με τους πολιτικούς να χειραγωγούν από τη μία τις μάζες ενώ από την άλλη δεν μπορούσαν να αντισταθούν σε λαϊκίστικες πιέσεις. Τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα θυσιάζονταν κατά συστηματικό τρόπο στο όνομα μιας άκρατης ψηφοθηρίας. (Αλεξάκης 2008:110-111) Όσο το πελατειακό σύστημα αλλοίωνε συνεχώς τις πολιτικές λειτουργίες στη βάση, τόσο η διαφθορά στο πολιτικό σώμα επιδείνωνε τις λειτουργίες στην κορυφή. (Παναγιωτόπουλος 2012:17) Τα κόμματα διεισδύοντας σε όλους τους θεσμικούς χώρους από το πανεπιστήμια και τα ελεύθερα επαγγέλματα, μέχρι τα σπορ και την τέχνη, δημιούργησαν μια κομματοκρατία που υπέσκαψε τις ειδικές αξίες και την αυτονομία κάθε θεσμικού χώρου. (Μουζέλης 2012:13)
Ένα πανίσχυρο συνδικαλιστικό κίνημα του δημόσιου τομέα γιγαντώθηκε παράλληλα με το υπερτροφικό κράτος διεκδικώντας ασύμμετρα περισσότερα δικαιώματα από εκείνα του ιδιωτικού, υπονομεύοντας με κάθε «κατάκτηση» του, τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό των κρατικών υπηρεσιών και τον κοινωφελών επιχειρήσεων και επιβαρύνοντας όλο και περισσότερο τα δημόσια οικονομικά. (Παναγιωτόπουλος 2012:21)
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 επί της κυβέρνησης Σημίτη υπήρξε κάποια προσπάθεια διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και εξορθολογισμού των δημοσίων δαπανών, αλλά ο φόβος του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού κόστους, δεν επέτρεψε καίριες τομές. (Τριανταφυλλίδου et al 2013:24)
2. ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στην Ελλάδα κράτος και κοινωνία δεν διαχωρίστηκαν ποτέ πλήρως με αποτέλεσμα την εξάπλωση εξορθολογικών αξιών. Παλιές και νεώτερες μορφές συγγενικής και οικογενειακής αλληλεγγύης παρέμειναν ισχυρές, ενώ οι ορθολογικές βλέψεις περιορίστηκαν στην απόκτηση επιρροής και εξουσίας, μέσα από την συναρμογή στο πολιτικό σύστημα. (Τσουκαλάς 2008:224)
Η θεμελίωση της κοινωνικής συναίνεσης εδραιώθηκε σε εξωθεσμικές πρακτικές και όχι σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο, με αποτέλεσμα την διαιώνιση της προβληματικής σχέσης ατομικού – κοινωνικού, σε μια κοινωνία όπου η μόνη μορφή συλλογικότητας-η οικογένεια- καλούνταν να συμπληρώσει τα κενά της ανύπαρκτης κρατικής πολιτικής. (Αλεξάκης 2008:116)
Ο Νόμος και οι Κανόνες αποτελούν τις «δυσκολίες» τις οποίες η μάζα που συνιστά τον λαό οφείλει να ξεπεράσει με όλα τα διαθέσιμα μέσα προωθώντας τα συμφέροντα του, νομιμοποιώντας στην συνείδηση του την παρανομία, τη φοροδιαφυγή και τις υπόγειες δραστηριότητες. Ο ηθικός ενδοιασμός ταυτίζεται με την ανοησία και οι κανονιστικοί περιορισμοί νοούνται ως έλλειμμα ελευθερίας. Η ουσία του ελληνισμού αποδίδεται σε μετα-ορθολογικές «πνευματικές», ψυχικές και αισθαντικές ικανότητες των ατόμων που διακατέχονται από μια εκλεκτική σύνθεση ελευθεριακών και αναρχούμενων ικανοτήτων. (Τσουκαλάς 2008:227-228)
Ο άναρχος ατομικισμός θεωρεί την πλήρη ανευθυνότητα προς το νόμο και τους συμπολίτες ως ελευθερία. Κάθε άτομο αντιλαμβάνεται ως μεγέθυνση του εγώ την ταύτιση με ένα συλλογικό αντικείμενο (έθνος, κοινωνική τάξη, επαγγελματική κατηγορία κλπ.), ρέποντας σταθερά προς την κοινωνική αναρχία. (Αλεξάκης 2008:117 & Τσουκαλάς 2008:226)
Κομβικό σημείο συμπύκνωσης όλων των ελληνικών κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων αποτέλεσε το πρωτόγνωρο φαινόμενο της κοινωνικής κινητικότητας. Το κράτος δημιούργησε ένα χαμηλού κόστους γενικευμένο λαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα χαμηλού επιπέδου δυσκολίας για εκπαιδευόμενους και εκπαιδευτές που παρήγαγε αποφοίτους χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής παραγωγικότητας. (Παναγιωτόπουλος 2012:18)
Παρά την τάση σταθεροποίησης και διεύρυνσης του κοινωνικών και πολιτικών θεσμών την τελευταία εικοσαετία, η κοινωνική ενσωμάτωση των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων παραμένει ρευστή. (Παναγιωτοπούλου 2014:250)
3. ΑΤΟΜΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Η κοινωνική ολοκλήρωση βασίζεται από τον Β΄Π.Π. μέχρι σήμερα στην οικογένεια που συμπληρώνει τα κενά του κράτους στην οργάνωση της κοινωνικής αναπαραγωγής, αναπτύσσοντας πολύπλευρες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές δραστηριότητες. Οι δομές των αγροτικών περιοχών μεταφέρθηκαν στις πόλεις διατηρώντας συνήθως την ομοιογένεια τους και δημιουργώντας κλειστά δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και αλληλοβοήθειας. (Παναγιωτοπούλου 2014:259-260)
Στις ελληνικές κοινωνικές σχέσεις σπανίως αναγνωρίζεται η έννοια του εαυτού ως ανεξάρτητου, αυτόνομου ατόμου, αλλά νοείται ως οργανικό τμήμα της οικογένειας, του σογιού, του τόπου. Οικογένεια, συγγενείς, συντοπίτες και συμπατριώτες οριοθετούν τους «δικούς μας», απέναντι σε όλους αυτούς που δεν εμπίπτουν σε μια από τις κατηγορίες. Η διχοτομιτική αυτή αντίληψη (δικός μας/ξένος), αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό την κινητήριο δύναμη της μεταπολεμικής κοινωνικής κινητικότητας. Στον τομέα της απασχόλησης τα ελληνικά νοικοκυριά των μεσαίων στρωμάτων συνήθως ακολουθούν τον συνδυασμό αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας για τον άνδρα και μισθωτής εργασίας για την γυναίκα της οικογένειας. Η βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης και η αύξηση της κατανάλωσης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, προήλθε από αυτή την τάση, πάντα σε συνδυασμό με άλλες δηλωμένες ή αδήλωτες απασχολήσεις. (Παναγιωτοπούλου 2014:254-258)
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλό επίπεδο συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτό οφείλεται στον μικρό αριθμό ισχυρών επιχειρήσεων, μεγάλο αριθμό νανο-επιχειρήσεων και συγκριτικά τεράστιο αριθμό αυτοαπασχολούμενων. Το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής δομής είναι το υψηλότερο κόστος, η χαμηλή παραγωγικότητα και η ροπή προς την μη εξειδικευμένη και μη δεσμευτική απασχόληση, μέσα από την παραγωγική ανακύκλωση.
Τα παραγωγικά και τα καταναλωτικά πρότυπα εφαρμόζονται δυσανάλογα με μεγάλο οικονομικό κόστος. Η οικογένεια στο όνομα μιας επίπλαστης θαλπωρής, αντί να λειτουργεί ως κύτταρο παραγωγής, εξελίχθηκε σε μια λαίμαργη εστία κατανάλωσης, επιλέγοντας έναν τρόπο ζωής που δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει. (Παναγιωτόπουλος 2012:17-21)
Ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα είχε μάλλον διαμορφωθεί από ένα σύνολο ατομικών διαδρομών προς την ανάπτυξη και την ευημερία. Κάθε τι συλλογικό θεωρήθηκε ως ένα σύνολο από διαθέσιμους πόρους στη διάθεση ατόμων και συντεχνιών, χωρίς να απαιτείται αντάλλαγμα. (Τριανταφυλλίδου et al 2013:21)
4. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Ο Διαμαντούρος διακρίνει δύο είδη ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Η παρωχημένη, αποτελεί μια προ-δημοκρατική, εθνικιστική, αμυντική κουλτούρα που ευνοεί τα πελατειακά δίκτυα εξουσίας. Στέκεται φοβική απέναντι στη Δυτική κοσμοθεωρία και αμφίθυμη απέναντι στις δυνάμεις της αγοράς και τον καπιταλισμό, ενώ φέρει το ισχυρό αποτύπωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η νεώτερη πολιτική κουλτούρα, εμπνέεται από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, προωθεί την ορθολογική οργάνωση πολιτικής και κοινωνίας μέσα από την εκκοσμίκευση, τη δημοκρατία και την φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.
Μετά το 1974 η παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα αναπτύχθηκε σε δύο τύπους. Η λαϊκιστική κουλτούρα που υποστηρίχθηκε κυρίως από το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980 προώθησε τη ρομαντική αναζήτηση ενός αντιδυτικού αλλά και αντικομουνιστικού τρίτου δρόμου, εξυμνώντας τον ελληνικό λαό μέσα από αναφορές στη θεμελιώδη αυθεντικότητα του. (Τριανταφυλλίδου et al 2013:18-20)
Το θανάσιμο ιδεολογικό κοκτέιλ που οδήγησε στη διαφθορά, τον αμοραλισμό, την απαξίωση πολλών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών και στη συνέχεια στην ηθική και πολιτική κρίση της ελληνικής κοινωνίας, βασίστηκε σε μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η κοινωνική άνοδος και η καλυτέρευση του επιπέδου διαβίωσης, αποτέλεσε διαχρονικά σταθερή, καθολικά αποδεκτή αξία και ιδεολογικό προσανατολισμό. Η πραγματοποίηση τους συχνά χωρίς πειθάρχηση στους κανόνες της οικονομικής ανάπτυξης που διέπεται από τα εξορθολογικοποιημένα πρότυπα των φιλελεύθερων συστημάτων της Ευρώπης, βασίστηκε στην Ελλάδα στην ατομική δραστηριοποίηση που ταυτιζόταν με τους κανόνες που διαμόρφωναν οι οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις που διέπονταν από προσωπικές δεσμεύσεις ή υπαγωγή σε πελατειακά δίκτυα. Το ατομικό συμφέρον και η οικογενειακή αλληλεγγύη, αποτέλεσαν τον ύψιστο κώδικα συμπεριφοράς. (Παναγιωτοπούλου 2014:174-175)
5. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Μεταξύ των κοινωνιών του ευρωπαϊκού Βορρά και αυτών του Νότου παρατηρούμε ένα χάσμα, με τις κοινωνίες του Νότου να είναι οικονομικά λιγότερο ανταγωνιστικές, πολιτικά περισσότερο αυταρχικές και κοινωνικά περισσότερο άνισες, πελατειακές και οικογενειοκρατικές. Αυτές οι δομικές διαφορές οδηγούν σε μια «άνιση συναλλαγή», με τη μορφή μιας συνεχούς ροής πόρων από το Νότο προς το Βορρά, η οποία δεν αντισταθμίζεται με αντίθετης φοράς οικονομική βοήθεια. Σε μια τεράστια αγορά όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υφίστανται μηχανισμοί ανακατανομή πόρων, αλλά ούτε και ρυθμίσεις της ίδιας της αγοράς, ενώ το κοινό νόμισμα στερεί από τις μη ανταγωνιστικές οικονομίες την ενίσχυση των εξαγωγών, μέσω της υποτίμησης. (Μουζέλης 2012:12)
Η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να ενταχθεί πλήρως στο νέο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας που έφερε η παγκοσμιοποίηση. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική και άλλες συντονισμένες δράσεις των ευρωπαϊκών κοινοτικών οργάνων που πραγματοποιήθηκαν στο όραμα της ευρωπαϊκής συμμετρίας, στέρησαν τη χώρα από παραγωγικά πλεονεκτήματα σε προϊόντα όπως η ζάχαρη, το βαμβάκι και τα λιπάσματα, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Το ευρωπαϊκό εγχείρημα αποδείχθηκε λειτουργικά και πολιτικά γυμνό, αφού κλυδωνίστηκε επικίνδυνα σε μια κρίση δημόσιου χρέους, ενός μέλους της τάξης του 2,5% της συνολικής ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η αποτίμηση της συμβολής των μεταναστών στην ανάπτυξη ή στην κρίση, παραμένει στις μέρες μας ένα ερευνητικό ζητούμενο. Σίγουρα όμως το γιγαντιαίο κύμα οικονομικο-πολιτικής μετανάστευσης επέδρασε παραμορφωτικά πάνω στη στρεβλή ελληνική οικονομία. (Παναγιωτόπουλος 2012:19-23)
6. ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ισχυρό παράγοντα της διαμόρφωσης της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας αποτέλεσε και η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία παρέμεινε προσκολλημένη σε προκαπιταλιστικές πρακτικές, εμπλουτίζοντας την κοινωνία με στενές αντιλήψεις και αδιαλλαξίες απέναντι σε οτιδήποτε ξένο, λειτουργώντας με έκδηλη εσωστρέφεια και έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό. (Αλεξάκης 2008:112)
Η Ορθόδοξη Εκκλησία προστατεύεται συνταγματικά και ασκεί σημαντική κοινωνική και πολιτική επιρροή. Υιοθετεί συχνά μια εσωστρεφή, προστατευτική, «εθνικιστική» συλλογιστική και εξαργυρώνει τη συμβολή της στη δημιουργία του έθνους με την προνομιακή μεταχείριση από το κράτος. (Τριανταφυλλίδου et al 2013:20)
Το εθνικό μέλλον της νεώτερης Ελλάδας οικοδομήθηκε μέσα από μια κυρίαρχη ιστοριογραφία με την ελληνική αρχαιότητα, διαμορφώνοντας μια εθνική ταυτότητα με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που ισορροπεί μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, ανατολής και δύσης, Ευρώπης και Βαλκανίων. (Τριανταφυλλίδου et al 2013:28-31)
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η μεταπολίτευση δεν πραγματοποίησε την απαραίτητη ρήξη με τον παρελθόν. Τα πελατειακά δίκτυα συνέχισαν να υφίστανται, ενώ οι λαϊκίστικες πιέσεις διαμόρφωναν τις κρατικές πολιτικές. Δημοσιουπαλληλία, κομματικοποιημένος συνδικαλισμός, βουλευτοκρατία και κομματικά κατευθυνόμενη πατρωνία, νέμονταν εξουσίες και απολαβές μέχρι τους πρώτους τριγμούς της οικονομίας.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές απέτυχαν να θεραπεύσουν τις παθογένειες και να διαχειριστούν τις συνέπειες.
8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1 – Μανώλης Αλεξάκης, (2008) «Καθένας για το Εαυτό του και Όλοι Εναντίων Όλων: Θέσμιση του δημόσιου χώρου, πολιτική κουλτούρα και κοινωνικές συγκρούσεις στην Ελλάδα», Σωκράτης Κονιόρδος (επιμ), «Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας», Πάτρα, ΕΑΠ.
2 – Κων/νος Τσουκαλάς, (2008) «‘Τζαμπατζήδες’ στη Χώρα των Θαυμάτων: Περί Ελλήνων στην Ελλάδα», Σωκράτης Κονιόρδος (επιμ), «Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας», Πάτρα, ΕΑΠ.
3 – Ρόη Παναγιωτοπούλου, «Ορθολογικές Ατομοκεντρικές Πρακτικές στα Πλαίσια ενός ‘Ανορθολογικού’ Πολιτικού Συστήματος»
4 – Γ. Βούλγαρης (2006), «Κράτος και Κοινωνία Πολιτών στην Ελλάδα», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τ. 28, Αθήνα
5 – Ν. Μουζέλης (2012), Συνέντευξη για την οικονομική κρίση (σελ. 11-16), στο Α. Μουρίκη, Δ.Μπαλούρδος κ.ά. (επιμ), Το Κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2012: Όψεις της κρίσης, Αθήνα, ΕΚΚΕ
6 – Β. Παναγιωτόπουλος (2012), Συνέντευξη για την οικονομική κρίση (σελ. 17-26), στο Α. Μουρίκη, Δ.Μπαλούρδος κ.ά. (επιμ), Το Κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2012: Όψεις της κρίσης, Αθήνα, ΕΚΚΕ
7 – Α. Τριανταφυλλίδου, Ρ. Γρώπα και Χ. Κούκη (2013), «Είναι η Ελλάδα ένα νεωτερικό Ευρωπαϊκό κράτος;» (σελ. 15-49), στο βιβλίο των Α.Τριανταφυλλίδου, Ρ. Γρώπα και Χ. Κούκη (επιμ), Ελληνική κρίση και ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, Αθήνα Κριτική
8 – Ρ. Παναγιωτόπουλου Ρ. (2014), «Κοινωνική συνοχή στην ελληνική κοινωνία της οικονομικής κρίσης», Κοινωνιολογική Επιθεώρηση, τευχ. 1